Υπερβάσεις στις τιμές αιωρούμενων σωματιδίων αλλά και αυξημένες τιμές στο όζον συνθέτουν ένα σκηνικό κάκιστης και επικίνδυνης ατμόσφαιρας για την υγεία των πολιτών- Η καταδίκη της χώρας για την ποιότητα της ατμόσφαιρας στη Θεσσαλονίκη
Σε θάλαμο αέριας ρύπανσης, εξαιτίας των υψηλών τιμών αιωρούμενων σωματιδίων έχει μετατραπεί η Θεσσαλονίκη. Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα ότι η Ελλάδα εξαιτίας της ρύπανσης στην ατμόσφαιρα της πόλης μας έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η κατάσταση είναι επικίνδυνη για την δημόσια υγεία ενώ η Ε.Ε. μειώνει περαιτέρω τα όρια των ρύπων.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης διαθέτει από το 1991 ένα δίκτυο σταθμών μέτρησης ατμοσφαιρικής ρύπανσης και συγκεκριμένα έχει έναν σταθμό σε κάθε δημοτική κοινότητα, και μετρά τους ρύπους δηλαδή τα αιωρούμενα σωματίδια, το διοξείδιο του αζώτου, το μονοξείδιο του άνθρακα και το όζον.
Η μέτρηση αυτών των ρύπων, που θεωρούνται οι βασικοί ρύποι, προβλέπεται από ευρωπαϊκή οδηγία όσον αφορά την ποιότητα της ατμόσφαιρας.
«Έχουμε υπερβάσεις στα αιωρούμενα σωματίδια στη Θεσσαλονίκη. Αυτό το ξέρουμε εδώ και χρόνια. Παρόλα αυτά από το 1991 που μετράμε μέχρι σήμερα η τάση είναι πτωτική στα αιωρούμενα όμως παρά τη διαχρονική πτωτική τάση έχουμε υπερβάσεις των ορίων των 50 μικρογραμμαρίων στην ημερήσια τιμή που λέει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές (σ.σ. οι υπερβάσεις) εμφανίζονται κυρίως τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο σύμφωνα με τα στατιστικά και κυρίως σημειώνονται στο κέντρο της πόλης δηλαδή στον σταθμό (σ.σ. μέτρησης) της οδού Εγνατίας και στα δυτικά στον σταθμό στην οδό Λαγκαδά» ανέφερε χαρακτηριστικά στην «Κ» η κ. Παρασκευή Τζουμάκα φυσικός- περιβαλλοντολόγος που εργάζεται στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Το… καπάκι που κρατά του ρύπους χαμηλά στην πόλη
Όπως τόνισε η κύρια πηγή «γέννησης» των αιωρούμενων σωματιδίων που καταπνίγουν το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι η κυκλοφορία πολλών οχημάτων αλλά και η θέρμανση.
«Οι υπερβάσεις αυτές στα αιωρούμενα σωματίδια εξαρτώνται επίσης και από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Αν για παράδειγμα φυσάει ο Βαρδάρης, παρόλο που αυτό σημαίνει ότι έχει κρύο και όλοι έχουν αναμμένη τη θέρμανση κι έχει και έντονη κυκλοφορία οχημάτων, οι μετρήσεις θα είναι καλές και δεν θα έχουμε υπέρβαση στην τιμή των αιωρούμενων σωματιδίων, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Είναι σαν να ανοίγουμε τα παράθυρα και καθαρίζουν τα πάντα. Αντίθετα, έχουμε υψηλές τιμές όταν έχουμε συνθήκες άπνοιας και συνθήκες θερμοκρασιακής αναστροφής. Είναι δηλαδή σα να μπαίνει ένα καπάκι πάνω από την πόλη και εγκλωβίζει όλους τους ρύπους χαμηλά στο κατώτερο κομμάτι της ατμόσφαιρας» τόνισε η κ. Τζουμάκα προσθέτοντας ότι εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που ποικίλλουν ανά χειμώνα δεν είναι σταθερός ο αριθμός των ημερών που σημειώνονται οι υπερβάσεις στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
Κι αν το χειμώνα η Θεσσαλονίκη και οι πολίτες της ταλαιπωρούνται από τα αιωρούμενα σωματίδια, το καλοκαίρι όπως είπε η κ. Τζουμάκα καταγράφονται υψηλές τιμές στο όζον. «Αυτό συμβαίνει κυρίως Ιούλιο ή Αύγουστο και οι αυξημένες τιμές καταγράφονται κυρίως στον σταθμό του Επταπυργίου. Το όζον εμφανίζεται με αυξημένες τιμές στις παρυφές της πόλης» ανέφερε η κ. Τζουμάκα.
Η καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης
Με μελανά χρώματα περιέγραψε στην «Κ» την ποιότητα της ατμόσφαιρας στη Θεσσαλονίκης και ο καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Δημήτρης Μελάς καθώς όπως τόνισε τα επίπεδα της σωματιδιακής ρύπανσης παραμένουν πολύ υψηλά υπενθυμίζοντας μάλιστα την καταδίκη της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την κάκιστη κατάσταση της ατμόσφαιρας στην πόλη.
«Η εικόνα είναι ότι παρόλο που έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα πράγματα της τελευταίες δεκαετίες παραμένουν τα επίπεδα, ειδικά της σωματιδιακής ρύπανσης, πολύ υψηλά. Όπως ξέρετε το 2023 καταδικάστηκε η χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λόγω συνεχών υπερβάσεων των ορίων που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τα αιωρούμενα σωματίδια στη Θεσσαλονίκη» ανέφερε ο κ. Μελάς προσθέτοντας ότι τα πράγματα δεν είναι καλά.
Περαιτέρω δε, ο καθηγητής του ΑΠΘ ανέφερε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ετοιμάσει νέα οδηγία για την ποιότητα του αέρα «η οποία θεσπίζει ακόμα χαμηλότερα όρια, σημαντικά χαμηλότερα σε κάποιες περιπτώσεις που με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται ότι δεν θα μπορέσουμε να τα πιάσουμε».
Αρχικά οι οδηγίες των αρμοδίων οργάνων και επιστημόνων είχαν ρίξει το βάρος τους στα αιωρούμενα σωματίδια PM 10 ενώ αργότερα οι έρευνες έδειξαν ότι πιο επιβλαβή για τη δημόσια υγεία είναι τα PM 2,5.
Το ημερήσιο όριο των αιωρούμενων σωματιδίων (PM10) είναι στα 50 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο ενώ το ετήσιο είναι στα 40 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο.
«Το βάρος πλέον πέφτει στα PM 2,5 τα οποία έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στην υγεία από τα PM 10. Το όριο που είχε η Ε.Ε. ήταν τα 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, ήταν υπερβολικά χαλαρό σε σύγκριση με αυτά που προτείνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας που προτείνει ως όριο τα 5 μικρογραμμάρια. Σκεφτείτε ότι η ΕΕ είχε το 25 κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην φαίνεται κατά βάση ότι υπάρχουν τόσες πολλές παραβιάσεις γιατί είχαμε πολύ χαλαρό όριο αλλά παρόλα αυτά ακολουθώντας τις οδηγίες του ΠΟΥ τα επίπεδα που υπάρχουν είναι ανθυγιεινά» τόνισε ο κ. Μελάς προσθέτοντας ότι δεν προστατεύεται η υγεία των κατοίκων.
Γιατί η Θεσσαλονίκη έχει πιο ρυπασμένη ατμόσφαιρα από την Αθήνα
Η ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης είναι τόσο ρυπασμένη σε σημείο μάλιστα που είναι χειρότερη από αυτή της Αθήνας που έχει πολλαπλάσιο πληθυσμό, πολύ μεγαλύτερη κυκλοφορία οχημάτων κλπ. Ο κ. Μελάς χαρακτηρίζει το φαινόμενο αυτό «ως ένα επιστημονικό πρόβλημα» που έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα, ωστόσο ακόμα δεν υπάρχει οριστική απάντηση.
«Το πρόβλημα που έχουμε ως πόλη είναι ότι μάλλον δεν είμαστε σε καλή γειτονιά. Είμαστε σε μια περιοχή με πολλές ρυπογόνες δραστηριότητες. Στη Βόρεια Ελλάδα έχουμε τα εργοστάσια λιγνίτη αλλά σας θυμίζω κι ότι οι βόρειοι γείτονες μας έχουν σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος πάρα πολύ κοντά στα σύνορα μας, τόσο η Βόρεια Μακεδονία όσο και η Αλβανία» ανέφερε.
Οι λύσεις για να βελτιώσουμε την κατάσταση στην ατμόσφαιρα και να αναπνέουμε καθαρό αέρα βρίσκεται στην μείωση της κυκλοφορίας των οχημάτων και των κακών εστιών παραγωγής ενέργειας ενώ η αύξηση του πρασίνου θα ήταν επίσης ένας καλός παράγοντας.
«Σίγουρη η αύξηση του πρασίνου θα βοηθούσε και έχει πολλαπλά οφέλη αλλά δεν μπορεί αυτό να είναι η κύρια πολιτική μας. Δεν μπορούμε να στηρίξουμε την αντιρρυπαντική πολιτική μας σε αυτό. Θέλει ριζική μείωση των εκπομπών ρύπων» τόνισε ο κ. Μελάς.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΦΑΝΗ ΧΑΡΙΣΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ KARFITSA