
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανέστειλε την Τρίτη τις προσπάθειες παρακολούθησης των επιπέδων ποιότητας του αέρα σε όλο τον κόσμο, τερματίζοντας ένα πρόγραμμα που παρείχε δεδομένα σχετικά με έναν σημαντικό παγκόσμιο κίνδυνο για την υγεία.
Το πρόγραμμα χρησιμοποιούσε αισθητήρες ποιότητας αέρα σε περισσότερες από 80 αμερικανικές πρεσβείες και προξενεία – κυρίως σε χώρες όπου τέτοια δεδομένα ήταν περιορισμένα ή μη αξιόπιστα. Η απόφαση αυτή ακολουθεί άλλες ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ για τη μείωση της περιβαλλοντικής παρακολούθησης και της επιστημονικής έρευνας που σχετίζεται με το κλίμα.
Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιβεβαίωσε την απόφαση αναστολής του προγράμματος, η οποία αναφέρθηκε πρώτα από τους New York Times, σε email προς την Washington Post αργά το βράδυ της Τρίτης.
«Από τις 4 Μαρτίου, το Πρόγραμμα Παρακολούθησης της Ποιότητας του Αέρα του Υπουργείου δεν θα μπορεί πλέον να μεταδίδει δεδομένα ρύπανσης από τις πρεσβείες και τα προξενεία μας… λόγω περιορισμών στον προϋπολογισμό», δήλωσε ο εκπρόσωπος.
«Η τρέχουσα δημοσιονομική κατάσταση μας αναγκάζει να κάνουμε δύσκολες περικοπές και, δυστυχώς, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να δημοσιεύουμε αυτά τα δεδομένα», πρόσθεσε.
Τα δεδομένα δημοσιεύονταν στην ιστοσελίδα AirNow.gov, που διαχειρίζεται η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (EPA), καθώς και σε μια εφαρμογή για κινητά με το όνομα ZephAir. Το βράδυ της Τρίτης, μια σελίδα του AirNow που εμφάνιζε δεδομένα από αμερικανικές πρεσβείες και προξενεία έβγαζε μήνυμα σφάλματος:
«Συγγνώμη, αλλά αυτή η ιστοσελίδα δεν υπάρχει».
Την Τετάρτη, η εφαρμογή ZephAir εμφάνιζε επίσης μηνύματα όπως «Δεν υπάρχουν δεδομένα» και «Ο αισθητήρας είναι εκτός λειτουργίας».
Δεν ήταν σαφές εάν ο δισεκατομμυριούχος Έλον Μασκ και η αμερικανική υπηρεσία DOGE (Department of Government Efficiency – Τμήμα Κυβερνητικής Αποδοτικότητας) είχαν παίξει ρόλο στην απόφαση. Η DOGE έχει επιδιώξει τις τελευταίες εβδομάδες να μειώσει δραστικά τις κρατικές δαπάνες.
Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν απάντησε σε αιτήματα για περαιτέρω σχόλια.
Η σημασία του προγράμματος
Έρευνα του 2022 κατέδειξε ότι η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ήταν «στατιστικά σημαντική» στις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί αισθητήρες των αμερικανικών πρεσβειών. Αντίθετα, στις πόλεις χωρίς αμερικανικούς σταθμούς παρακολούθησης, δεν καταγράφηκαν αντίστοιχες μειώσεις. Η μελέτη έδειξε ότι η πρωτοβουλία των ΗΠΑ συνέβαλε στην ευαισθητοποίηση σχετικά με τους κινδύνους της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, καθώς οι αναζητήσεις στη Google για όρους όπως «ποιότητα αέρα» αυξήθηκαν μετά την εγκατάσταση των αισθητήρων στις πρεσβείες.
Το πρόγραμμα ξεκίνησε το 2008 με έναν μόνο αισθητήρα, ικανό να ανιχνεύει λεπτά σωματίδια ανά ώρα, στην ταράτσα της αμερικανικής πρεσβείας στο Πεκίνο. Αν και αρχικά προοριζόταν για ενημέρωση των Αμερικανών πολιτών και επισκεπτών, τα δεδομένα έγιναν viral στο κινεζικό διαδίκτυο – ασκώντας πίεση στις κινεζικές αρχές, που μέχρι τότε απέδιδαν την κατάσταση σε «υπερβολική ομίχλη».
Η «ομίχλη» που αποκάλυψε το πρόβλημα
Μια ημέρα του 2013, η ρύπανση στο Πεκίνο έφτασε σε επίπεδα τέτοια που οι οδηγοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους δρόμους. Τα επίπεδα PM2.5 εκτοξεύτηκαν, με τα κινεζικά όργανα μέτρησης να καταγράφουν ανώτατο όριο 500 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα. Ωστόσο, ο αισθητήρας της αμερικανικής πρεσβείας συνέχισε να καταγράφει την άνοδο – φτάνοντας στο εκπληκτικό επίπεδο των 755 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα. (Για σύγκριση, η νέα προδιαγραφή που υιοθέτησε η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν είναι 9 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο).
Την επόμενη χρονιά, η Κίνα κήρυξε «πόλεμο κατά της ρύπανσης».
Ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα, Γκάρι Λοκ, δήλωσε ότι ποτέ δεν είχε δει μια πρωτοβουλία των ΗΠΑ να έχει «τόσο άμεσο και δραματικό αντίκτυπο σε μια χώρα».
Το 2015, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέκτειναν το πρόγραμμα, εγκαθιστώντας σταθμούς μέτρησης σε ιδιαίτερα ρυπασμένες πόλεις, όπως η Βομβάη, το Καράτσι στο Πακιστάν και η Ντάκα στο Μπαγκλαντές.
Ωστόσο, υπέρμαχοι του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας εκφράζουν ανησυχίες ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι χρηματοδότες δεν έχουν δώσει την απαραίτητη προτεραιότητα στο ζήτημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Έκθεση του 2022 έδειξε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση μειώνει το προσδόκιμο ζωής κατά πάνω από δύο χρόνια, καθιστώντας την μεγαλύτερη απειλή για τη δημόσια υγεία από το κάπνισμα.
το αρχικό άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ